Κριτικές

Κριτική για το ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ του Αλέξανδρου Βαναργιώτη
στο blog ΚΗΡΗΘΡΕΣ 


Κρατώντας κανείς στο χέρι και ξεφυλλίζοντας μια ποιητική συλλογή, κάνει το ίδιο με το να κοιτά απ’ έξω ένα σπίτι. Στο κουδούνι το όνομα του ιδιοκτήτη. Κλεφτές ματιές από τα παράθυρα αφήνουν να φανεί ένα μικρό μέρος του εσωτερικού. Μια πλευρά του σαλονιού και μια θέα της κουζίνας ίσως. Πρέπει να μπει κανείς μέσα στο σπίτι, για να το αισθανθεί, να περπατήσει στους χώρους, να ψάξει. Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η ποίηση από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας είναι τα ίδια πάνω κάτω· αγάπη έρωτας, θάνατος, τέχνη, μοναξιά κ.α. Σε κάθε βιβλίο όμως που κρατάμε στα χέρια μας είναι απόφαση του καλλιτέχνη πού θα επιμείνει και με ποιο τρόπο θα σκύψει στα θέματά του. Το ζήτημα και το μεγαλείο της τέχνης συνήθως  κρύβονται στα πατάρια και στα υπόγεια. Κάτω από μαξιλάρια με πούπουλα χήνας, στα πιο αθώα μέρη που κανείς δεν υποψιάζεται εύκολα. Γι’ αυτό η ποίηση είναι τέχνη απαιτητική.
Kλινικά απών είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέλη την οποία θα παρουσιάσουμε σήμερα. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Πρόκειται για την έβδομη κατά σειράν συλλογή ποιημάτων που εκδίδει η ποιήτρια μετά την πρώτη εμφάνισή της στα Γράμματα το 1984, με το ποιητικό έργο Σχέσεις σιωπής (Εκδόσεις Εγνατία).
Κλινικά απών. Μας παραπέμπει στο κλινικά νεκρός αλλά σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Κλινικός θάνατος είναι η παύση της καρδιακής, της αναπνευστικής και της εγκεφαλικής λειτουργίας. Κλινικά απών είναι ο άνθρωπος που εξακολουθεί να υφίσταται σωματικά, απουσιάζει όμως πνευματικά. Με τον τίτλο υποδηλώνεται η απουσία, το κενό, που αφήνει πίσω ο θάνατος της αγάπης, η ερωτική ματαίωση, ο θανατηφόρος λαβύρινθος των επιλογών που κουβαλά ο καθένας είτε ως παιδικό τραύμα  είτε ως προσχεδιασμένη ατυχία, γιατί


Στο αγώνισμα της μονομαχίας
το παν είναι η δική μας εξολόθρευση.
Αφού αυτήν έχουμε μεθοδεύσει
απ’ την αρχή με τόσο πάθος


γράφει στο ποίημα ΤΟ ΑΓΩΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑΣ η ποιήτρια.

Ο μελετητής της ποίησης της Χλόης Κουτσουμπέλη έχει την αίσθηση εξαρχής ότι η ποιήτρια ως έμπειρος ναυτικός, αφού διέπλευσε ωκεανούς και πέλαγα, καταθέτει τη συσσωρευμένη εμπειρία της σε άπειρους ναυτιλλομένους. Στο ποίημα ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΩΜΑ βλέπουμε και τις ερωτήσεις που μπορεί να θέτουν.-Πώς το ξέρεις; -Τι θα πει η λέξη; -Και κανείς ποτέ δεν αισθανόταν; Σε άλλα ποιήματα όπως το ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ, τίτλος που έρχεται σε αντίθεση με το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο του ποιήματος ή αλλιώς όπως λέμε: τα λέω σε σας για να τ’ ακούω κι εγώ, διαβάζουμε: Προπάντων να φοράτε κόκκινο κραγιόν. Ιδίως την ώρα της εγκατάλειψης. Στο ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ προτρέπει: Να το κρατάτε εξημερωμένο στην αυλή. Στο ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΗΜΕΡΕΥΣΗ διαβάζουμε: Προπάντων να αποφεύγετε τις σκάλες σε σπίτια που κατοικήσατε παλιά.
Στα περισσότερα ωστόσο ποιήματα κυριαρχεί ένας αφηγηματικός μονόλογος, σε πρώτο πρόσωπο, και σε κάποια μια αποστροφή σε δεύτερο πρόσωπο, ένας διάλογος με τον εαυτό της, θα μπορούσαμε να πούμε. Η ποιήτρια βυθίζεται σε σκέψεις και συνειρμούς, γιατί εν τέλει τα πολύ σπουδαία πράγματα κανείς αληθινά μπορεί να τα κουβεντιάσει μόνο με τον εαυτό του.
Η συλλογή ανοίγει με το ποίημα ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ
Συστήνει την αξιοπρέπεια την ώρα της εγκατάλειψης. Προτείνει κόκκινο κραγιόν όταν το στόμα δεν λέει πια σ’ αγαπώ για να καταβροχθίσει τις λεπτομέρειες, αφού έχει χαθεί πια η ουσία.
Αμέσως, από την αρχή, η Χλόη Κουτσουμπέλη πετάει στα βαθιά τον αναγνώστη σε μια ποίηση, συμβολική, πολυεπίπεδη, που τη χαρακτηρίζει η μετωνυμία και η μεταφορά. Εικόνες της πραγματικότητας, της εμπειρίας μας, οικείες σε μας χρησιμοποιούνται ως αμφίεση της ποίησης και ανατρέπονται διαρκώς. Μας αιφνιδιάζει ο απροσδόκητος τρόπος χρήσης της λέξης και η πρωτότυπη νοηματοδότησή της. Κλινικά νεκρός θα περιμέναμε στον τίτλο, κλινικά απών μας προκύπτει.  Ένα αυτοκίνητο που το απομακρύνει ο γερανός επειδή πάρκαρε παράνομα είναι αυτό που η εμπειρία μας κάνει να αναμένουμε. Στην ποίηση της Χλόης παράνομα πάρκαρε το όνειρο και αυτό απομακρύνεται από το γερανό. Μαθαίνουμε ακόμα ότι είναι δυνατόν να σε κλειδώσουν στο υπόγειο μιας ψυχρής ματιάς, ότι ένα ποδήλατο μπορεί να ταξιδέψει δεμένο πίσω από ένα σμάρι πουλιά, ή ότι μια εναλλακτική χρήση της κατάψυξης είναι να συντηρούμε εκτός των άλλων και έρωτες.

Επιπλέον τα νοήματα δίνονται με έναν έντονα θεατρικό και παραστατικό τρόπο. Για κάθε ποίημα στήνεται ένα μικρό υπερρεαλιστικό σκηνικό. Τα διαβάζει με ενδιαφέρον και αδημονία ο αναγνώστης σαν να παρακολουθεί ένα συμπυκνωμένο θεατρικό έργο. Το σκηνικό αλλάζει από ποίημα σε ποίημα, στα περισσότερα όμως είναι εφιαλτικό, κλειστοφοβικό και  πλησιάζει τα θρίλερ. Περιλαμβάνει έρωτες βρυκόλακες που κοιμούνται σε σεντούκια με το ένα μάτι μισόκλειστο. Το πένθος, παραφυλάει


Ανεβαίνει στο κρεβάτι
Δαγκώνει το στήθος και τον λαιμό
κόβει κομμάτια τις σάρκες της κούκλας
όταν μαλώνουν οι γονείς
ξεσκίζει τα μαξιλάρια
όταν αποχωρούν οι αγαπημένοι


Στο ποίημα ΜΙΑ ΣΧΕΔΟΝ ΠΕΙΣΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ οι πλατείες, οι δρόμοι, τα στενά συστέλλονται και διαστέλλονται 


οι διευθύνσεις άλλαζαν
και μέναμε με αγνώστους
σε σπίτια με λαίμαργες ντουλάπες
που έτρωγαν τσάντες και παπούτσια

Στο ποίημα ΣΤΕΠΑ


Όλη η αγέλη οσμίζεται το αίμα
το φεγγάρι ματώνει ως το κόκαλο
αστέρια οστά γεμίζουν τον ουρανό

Η ποίηση της Χλόης απαιτεί προσοχή, χωρίς όμως να γίνεται κουραστική. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο του καλού τεχνίτη, όταν σου προσφέρει τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις το μαγικό βυθό της ποίησής του χωρίς να πνιγείς στους περιδινισμούς της σκέψης και του προβληματισμού του.
Στην ποιητική συλλογή κλινικά απών, υπερισχύει το θέμα του έρωτα. Όχι όμως όπως συνήθως τον εννοούμε. Ο έρωτας συνδέεται με την προδοσία ή την αδυναμία να πραγματωθεί. Είναι ατελέσφορος, είναι η εναγώνια αναζήτηση της αγάπης και  ο τρομακτικός μηχανισμός  διαπίστωσης της απουσίας της. Κεντρική φράση, που αποτελεί και τον τραγικό πυρήνα της συλλογής, είναι η φράση «ΑΓΑΠΩ ΝΕΚΡΑ ΓΙΑΤΡΕ». Λίγο πιο κάτω στο ποίημα ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ αποκαλύπτεται ολόγυμνη η τραγική ανθρώπινη ύπαρξη στους τέσσερις τελευταίους στίχους: 


Όλοι εμείς οι συγγενείς
που στο λήμμα αγάπη
διαβάζουμε πάντα λάθος
το συνώνυμο


Την απουσία αγάπης ακολουθεί η μοναξιά και το κενό. Η ζωή βρίσκεται σε μια κατάσταση αφασίας, αναισθησίας όπου την οδήγησε ο πόνος, από την ανθρώπινη αδυναμία να συνάψει σχέσεις. Άλλα θέματα στην ποίησή της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι η τέχνη, η μνήμη και η λήθη, το πένθος και η γυναίκα.
Ας προσεγγίσουμε όμως μέσα από τα ποιήματα κάποια από τα θέματα αυτά για να έχετε κι εσείς μια πιο σαφή εικόνα του υλικού που σας περιγράφω. Να πούμε ότι τα ποιήματα όλα συνδέονται μαζί σε ένα σώμα σαν να είναι τα κεφάλαια ενός βιβλίου.
Αναφερθήκαμε πιο πάνω στο ποίημα ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ και είπαμε ότι συστήνει αξιοπρέπεια όταν πεθαίνει η αγάπη. Οι ανθρώπινες σχέσεις τελειώνουν. Συνήθως δεν αρχίζουν σωστά. Θα βρούμε στην ποίηση της Χλόης βαθιά ανθρωπολογική μελέτη. Στο ποίημα ΤΕΛΟΣ βλέπουμε ότι «Οι ευδιάκριτοι τίτλοι τέλους εμφανίζονται πάντα στην αρχή». Δεν διαβάζουμε όμως σωστά την πινακίδα. Παγιδευόμαστε στο έλος. Μια αίσθηση ορφάνιας μας ωθεί. Τρύπιες αυταπάτες μας οδηγούν. Δεν βλέπουμε το λάθος νούμερο ανθρώπου, τη χαλαρή σχέση- πλέξη. Τις βελόνες- πόνους που μπήγονται στο στέρνο.
«Το θέμα είναι η προσεκτική επιλογή. Αυτή είναι ο καθρέφτης που ραγίζει… Εμείς είμαστε αυτοί που ρίχνουμε το γάντι στο πρόσωπο του άλλου, εμείς που σφραγίζουμε με βουλοκέρι τον πάπυρο που καταφθάνει με μαύρη άμαξα την νύχτα. Έρωτας, γράφει επάνω…» διαβάζουμε στο  ΑΓΩΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
Ο κόσμος στην ποίηση της Χλόης είναι γεμάτος παγίδες.

 Ο Κήπος ήταν ναρκοθετημένος με μήλα που εύκολα αναφλέγονταν
Η κιβωτός είχε ρωγμές και βούλιαζε                                  
Η ποσότητα ελπίδας που διοχετεύτηκε στην αγορά ήταν ελαττωματική.

Ματαιώσεις και ματαιότητα διακρίνουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Προορισμένες λες να ηττηθούν. Οι άνθρωποι συνάπτουν σχέσεις σε κάτι που μοιάζει κρεβάτι, σε κτίρια που «γέρνουν αποστάσεις» και όλα γίνονται γρήγορα  «θαρρείς μακριά και κάπου ξένα θαρρείς και ήσουν άλλος κι όχι εσύ». Τα όνειρα σβήνουν, η συνάντηση διαρκώς ματαιώνεται. «Ένα κοράκι  καταβρόχθισε το μονοπάτι, κάποιος μετατόπισε τους δείκτες στο κουρδιστό ρολόι στο σαλόνι κι άργησα είκοσι χρόνια. Τα ταχυδρομικά περιστέρια καθηλώθηκαν υπέρβαρα στα σύρματα. …Θα σ’ αγκάλιαζα αν δεν υπήρχε το σιδερένιο τραπεζάκι ανάμεσα». Άλλοτε πάλι


Κάθε ένας περίμενε άλλον αλλού
Και κανείς δεν πήγε ποτέ στο ραντεβού.
Φύσηξε δυνατός αέρας
και σκόρπισε τα κορμιά τους μακριά.
Τουλάχιστον απ’ αυτούς
έμειναν τα παπούτσια.
Παρά λίγο εραστές


Πεθαίνουν οι έρωτες. Κάποιοι όμως τείνουν να συντηρούν κατεψυγμένους έρωτες, λέει στο ποίημα Η ΚΟΝΣΕΡΒΑ. Είναι μια τέχνη κι αυτό, δηλαδή παραμυθία, παρηγοριά ή μια διαδικασία-ανάγκη της ζωής να δραπετεύει. Άλλοι πάλι αμνήμονες συνεχίζουν να συνάπτουν σχέσεις, να ζευγαρώνουν με άλλους του είδους τους και να ξεχνούν. Ό,τι και να γίνει έρχεται και το σβήνει το αιώνιο κενό. Όλα χάνονται στο τίποτα.
Υπάρχουν και έρωτες που στοιχειώνουν όμως. «Κοιμούνται σε σεντούκια με το ένα μάτι μισόκλειστο σε αργή αναμονή… Την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν και μπήγουν τα λευκά τους δόντια στην καινούργια σου ζωή».
Τραγική είναι η δήλωση με την οποία κλείνει το ποίημα ΑΚΡΩΣ ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΗΤΟ


Από το θάνατο του έρωτα
Προτιμώ την μοναξιά

Στο μέσον περίπου της συλλογής βρίσκουμε το ποίημα ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ
Το πένθος (από το ρήμα πάσχω, από όπου προέρχεται βέβαια και το πάθος συνοδεύει τη ζωή μας. Μας ακολουθεί από τη γέννησή. Είναι ο ομφάλιος λώρος που μας δένει με την μνήμη. Το ενδυναμώνει η απουσία της αγάπης. Μας συνιστά η ποιήτρια να συμφιλιωθούμε μαζί του, να είμαστε ψύχραιμοι κι ευγνώμονες γιατί υπάρχει για να καλύπτει το απόλυτο κενό.
Ας έλθουμε τώρα στο θέμα της ποίησης και της τέχνης γενικότερα.
Η ζωή και η ποίηση είναι οι δύο άκρες μιας κλεψύδρας. Η ζωή βρίσκεται σε ένα πατητήρι σταφυλιών. Η σύνθλιψή της τροφοδοτεί την ποίηση. Η ποίηση από την άλλη πλευρά είναι η σκιά της ζωής. Υποδεικνύει την ύπαρξή της, αλλά δεν είναι η ζωή. Αγάπη μπορεί να υπάρξει μόνο στην αληθινή ζωή. Στην απεικόνιση αγάπη δεν υπάρχει.
Στο ποίημα ΤΕΧΝΗ η ποιήτρια δηλώνει ότι η τέχνη είναι η οροφή που λείπει γι’ αυτό ζει πάντα σε ερειπωμένα σπίτια


Κάτι να χάσκει
κάτι να λείπει
κάτι να διαβρώνει την τελειότητα.


Η χώρα της ποίησης είναι μια άλλη χώρα. Ο ποιητής ένα αμφίβιο που ζει και στους δύο κόσμους. Ο κόσμος της τέχνης είναι κόσμος σκιών, δεν δίνει απαντήσεις. Σ’ αυτόν πηγαίνουν οι προορισμένοι, όσοι σφραγίστηκαν μικροί με κείνο το μισό πέταλο στον ώμο που σημαίνει πως τίποτε ποτέ δεν θα ’ναι ολόκληρο. Εκτός από ένα μελανοδοχείο που αδειάζει.
Στο ποίημα ΤΟ ΚΕΝΟ υπάρχει η εξής ενδεικτική περιγραφή:


Τυλίγεις το ανδρικό κορμί
Σε μία κόλλα από χαρτί
Αφού το φιμώσεις με μελάνι
Κοιμάσαι μαζί του μία δύο τρεις φορές
σε ένα φτηνό ξενοδοχείο
το κρεβάτι τρίζει αφόρητα
η βρύση στάζει
η μούχλα τρώει τους τοίχους.
Κι εκεί γύρω στις πέντε το πρωί
Μες στο αμνιακό υγρό της ποίησης
Όλα θα ζωντανέψουν ξαφνικά
….
Τότε και μόνο τότε, καταλήγει το ποίημα,
Μπορείς να γράψεις για το τίποτα.
Το τέλος του ποιήματος, δεν ξέρω γιατί, μου φέρνει στο νου μια φράση από το ποίημα ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ, Κρύβω άσσους σε μανίκι δίχως χέρι.

Ο κόσμος της ποιητικής συλλογής ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ είναι θλιμμένος, μοιάζει αδιέξοδος. Υπάρχουν όμως και σημεία φυγής. Στο ποίημα ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΤΕ φαίνεται ξεκάθαρα ότι η ελπίδα βρίσκεται πάλι στην αγάπη, γιατί συνέχεια χ«ο χωρισμός είναι απόφαση, η αγάπη χωρίς διακοπή». Και στο ποίημα Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΒΕΒΑΙΗΣ ΗΤΤΑΣ, και κλείνω με αυτό το απόσπασμα, διαβάζουμε: 

Κι όμως υπήρξαν άνθρωποι μέσα στους αιώνες
Παράλογα και ανόητα γενναίοι
Που αψήφησαν την βέβαιη ήττα
Άγγιξαν ξένο κορμί, δικό τους
Άλλη ψυχή, οικεία
Και με ένα φιλί
Σταγόνα βουλοκέρι
Σφράγισαν τον Χρόνο

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------



"ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ" : γράφει η Πόλυ Χατζημανωλάκη στην "ΑΥΓΗ"

Είχε γράψει κάποτε ο Ρενέ Ζιράρ, ο σπουδαίος ανθρωπολόγος και θεωρητικός της λογοτεχνίας, επαναλαμβάνοντας ίσως απόψεις άλλων πριν από αυτόν, ότι ένας συγγραφέας αυτοδημιουργείται μέσω της δημιουργίας του έργου του... Ο Ζιράρ αναφερόταν στο έργο του Ντοστογιέφσκι και στον νέο εαυτό που δημιούργησε, τον νέο άνθρωπο με τους άλλους ψυχολογικούς και αισθητικούς ορίζοντες που αναδύθηκε μέσα από τα μυθιστορήματά του. Ένα ανάλογο σχήμα, η δημιουργία δηλαδή ενός νέου εαυτού στο πλαίσιο μιας -ερωτικής- απώλειας, η αποδοχή και αποδέσμευση από το πένθος, εκφράζει και νοηματοδοτεί την ανάγνωσή μου της πρόσφατης ποιητικής συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέλη "Κλινικά Απών" που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.

Η ποιητική αυτή συλλογή είναι ή έβδομη κατά σειρά που εκδίδει η Χλόη Κουτσουμπέλη μετά την εμφάνισή της στα γράμματα το 1984 με την ποιητική συλλογή Σχέσεις Σιωπής από τις εκδόσεις Εγνατία.
Είχα αναφερθεί και παλαιότερα σε κείμενό μου στην "Αυγή" στο γοητευτικό ποιητικό σύμπαν της Χλόης Κουτσουμπέλη, που κατοικείται από όντα της λογοτεχνίας, της αρχαίας τραγωδίας, των μύθων που ζουν ανάμεσα στο Αλλού και την πραγματικότητα. Η ποιητική της περιλαμβάνει σκηνές από όνειρα, αρχετυπικές εικόνες, αλληγορίες. Η θεματική της περιστρέφεται γύρω από το εφήμερο των ανθρώπινων σχέσεων, την απώλεια, τις πολύπλοκες και εύθραυστες ισορροπίες του έρωτα, την ανατρεπτική δύναμη της θηλυκής αρχής.
Στο ίδιο πλαίσιο, λοιπόν, αλλά με την ωριμότητα και τη γενναιότητα που προκύπτει από μια χωρίς συμβιβασμούς προσωπική ποιητική Οδύσσεια, στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και της ψευδαίσθησης, η Χλόη εστιάζει στο θέμα του πένθους, του ματαιωμένου έρωτα, της απουσίας του Άλλου, όπως αναγγέλεται προγραμματικά στον τίτλο. Με αυτή τη διαδικασία, στην οποία η ποιήτρια εισέρχεται με θάρρος και απροειδοποίητα, πραγματοποιεί μια κατάδυση στη σκοτεινή πλευρά του πένθους, μια συνάντηση με μια φαντασμαγορία εικόνων από τον κόσμο της σκιάς, λυτρωτική για την ίδια και για τον αναγνώστη που παρακολουθεί το ταξίδι, κατόπιν μια ανάδυση, έναν μετασχηματισμό, μια δημιουργία εαυτού.
Ο ματαιωμένος έρωτας ο χωρισμός, η απουσία και πώς ο ποιητής επιχειρεί με τους στίχους του την ψηλάφηση του κενού, της θλίψης. "Χρήσιμες οδηγίες για το πένθος - να το κρατάτε εξημερωμένο στην αυλή [...] θα το ακούτε να αλυχτάει/δεν θα το αλυσοδέσετε ποτέ". Επιχειρεί να εμπεδώσει τη μορφή του πόνου και της απουσίας. Κατά την αναμέτρηση με τον κόσμο των σκιών, το ταξίδι στην επανάληψη ενός ερωτικού εφιάλτη, στην παιδική ηλικία, στα τραύματα από τους γονείς, τους εραστές, τα ζευγαρώματα, τη ματαίωση, την αναζήτηση του καθρέφτη, καταφέρνει στο τέλος να αποκολληθεί από το πένθος και να κατασκευάσει ένα δικό της ομοιότυπο πάνω σε άλλα πρότυπα. "Δεν χώρεσα στο καλούπι", αναφωνεί και αναγνωρίζει ότι ο απών είναι πλευρό του εαυτού της και όχι εκείνη δικό του πλευρό. Το επόμενο στάδιο είναι και η εσωτερική αποδοχή "δεν πειράζει/ έτσι κι αλλιώς/ πάντα με τη σκιά μας/ πλαγιάζουμε τις νύχτες" και εν κατακλείδι η αναζήτηση και η απελευθέρωση του δικού της εσωτερικού διπλού, του καθρεφτίσματος. "Κόβω με ψαλίδι την παιδική μου ηλικία/ δυο μαυρόασπρα κοριτσάκια [...] είχα ποτέ δίδυμη αδελφή/ ή ήμουν αυτή που δεν γεννήθηκε ποτέ".
Ο έρωτας είναι καθρέφτης, προβολές, έχει ειπωθεί και ξαναειπωθεί. Η κατάδυση στον Άδη είναι αφηγημένη πρώτα από τον Όμηρο. Η κατάδυση της Χλόης όμως είναι από την πλευρά του δικού της φύλου, την αρνητική. Όχι την Εύα, αλλά το αρνητικό της τη Λιλίθ - πάλι μια εικόνα διπλού - που αντιμετωπίζει το ανεξημέρωτο ζώο - το τέρας της θλίψης - σπάει το καλούπι που δεν την δημιουργεί και δημιουργεί - ψαλιδίζει - εν κατακλείδι έναν εαυτό απελευθερωμένο... "Κόβω με ψαλίδι αυτό το ποίημα".

http://www.avgi.gr/article/2585394/i-poiitiki-odusseia-mias-erotikis-mataiosis


***********************

γράφει: η Βικτωρία Καπλάνη στον "Αναγνώστη"

Η  τελευταία συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη αποτελείται από 35 ποιήματα, όπου η ποιήτρια δείχνει ότι εξελίσσει και ελέγχει τα εκφραστικά της μέσα, ώστε σήμερα, μετά από έξι ποιητικές συλλογές, είναι φανερό ότι έχει πλέον διαμορφώσει το δικό της ύφος. Θα έλεγα ότι είναι η πλέον εικαστική ποιητική συλλογή της, μια και τα ποιήματα αυτά διαβάζονται, κατά τη γνώμη μου, και ως αυτόνομοι νέο- υπερρεαλιστικοί ζωγραφικοί πίνακες. Είτε σε πρώτο είτε σε τρίτο πρόσωπο, αλλά και όταν σκηνοθετούν ένα διάλογο με λέξεις καθημερινές αλλά ωστόσο απρόβλεπτες,  τα ποιήματα αυτά δημιουργούν  εικόνες παράδοξες, που ενέχουν το στοιχείο της έκπληξης, προκαλούν την περιέργεια, ξεβολεύουν, άλλοτε τρομάζουν, άλλοτε γοητεύουν, με τα σύμβολά τους στέλνουν σήματα στο ασυνείδητο, μιλούν τη γλώσσα του, σε κυκλώνουν, σε παγιδεύουν  και δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα, ένα κλίμα το οποίο έχει τη δύναμη να αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις. Γενικότερα η ποίηση της Κουτσουμπέλη επιθυμεί  να είναι λόγος μαγικός και η δημιουργός του μοιάζει να ποθεί για τον εαυτό της το αρχέτυπο της γυναίκας –μάγισσας, που με την ενέργεια της θηλυκότητάς της μπορεί να μεταμορφώνεται, να θέλγει, αλλά και να δημιουργεί. Η θηλυκή ενέργεια τρόμαζε και τρομάζει. Υφίσταται επομένως βασανιστήρια,  ακρωτηριασμούς και κάθε λογής απάνθρωπες τιμωρίες, ρίψη στην πυρά, απόρριψη, άρνηση της αγάπης, εξορία από τον παράδεισο του έρωτα,  αμφισβήτηση και ευνουχισμό της δημιουργικότητας. Ο ορθός λόγος εξορίζει τα πλάσματα αυτά ως μάγισσες, νεράιδες, σειρήνες, ξωτικά στο χώρο του παραμυθιού, νομίζοντας πως έτσι τα αποδυναμώνει. Η συμβολική δύναμη όμως που έχουν αποκτήσει στο πέρασμα του χρόνου κινεί τη σκέψη και τη φαντασία των απογόνων τους, μέσω της γλώσσας. Η Κουτσουμπέλη γνωρίζει καλά τη γλώσσα του παραμυθιού και του μύθου, κινείται άνετα στα πεδία αυτά, δεν την τρομάζουν τα τέρατα που συναντά εκεί μέσα, ξέρει πια να τα αντιμετωπίζει και να τα χρησιμοποιεί επ’ ωφελεία της ποιητικής της γραφής.

Διαβάζοντας την ποίησή της, βρίσκουμε να υπάρχει στη φωνή του ποιητικού υποκειμένου  ένα παιδί που υπαγορεύει διαθέσεις, ανάγκες και συμπεριφορές και αυτό το παιδί είναι εξοικειωμένο με τη γλώσσα των παραμυθιών και με τα παιδικά παιχνίδια. Αυτά αναπαριστούν τον κόσμο, σ’ αυτά το παιδί εκτονώνει τα βίαια συναισθήματά του, σ’ αυτά γυρεύει την παρηγοριά και την ελπίδα του. Αυτά του δίνουν τα γλωσσικά και συμβολικά εργαλεία, μέσω προσωποποιήσεων, αλληγοριών και μεταφορών να μεταφράσει τους φόβους του, να αποφορτιστεί από τη βία που έχει υποστεί, να αγγίξει με προσοχή τα τραύματά του, με το αίσθημα ότι μέσα στο ποίημα, μέσα στη γραφή είναι ασφαλές.

Υπάρχει ακόμη στη φωνή του ποιητικού υποκειμένου και ένας αναγνώστης των μύθων του πολιτισμένου κόσμου που αιώνες τώρα επιχειρεί να λύσει τον ανερμήνευτο γρίφο της δημιουργίας των δύο φύλων, το πώς και το γιατί, ποιο ήταν το μήλο, ποια η γνώση, ποιος ο παράδεισος, ποιος ο κλήρος της Εύας αλλά και  η θέση και ο ρόλος της Λίλιθ σ’ αυτό το κατασκευασμένο σύμπαν, θέματα που εμφανίζονται και σε προηγούμενα βιβλία της Κουτσουμπέλη. Μόνο που εδώ η δική της Λίλιθ είναι ποιήτρια κι αυτό φοβούνται οι άρρενες ένοικοι του παραδείσου. Περισσότερο από τις πράξεις της, τη φυγή της από την Εδέμ φοβούνται τη δαιμονική δύναμη της γραφής της. Οι πρώτες γυναίκες του Παραδείσου κατάλαβαν πια πώς παίζεται το παιχνίδι και πήραν τη ζωή στα χέρια τους. Η γυναίκα κι η μοίρα της, οι ρόλοι της, η δημιουργικότητά της έχουν απασχολήσει την Κουτσουμπέλη από τα πρώτα της ποιήματα. Τα κείμενά της συνομιλούν με τη σύγχρονη φεμινιστική γραφή και η ποιήτρια έχει πειραματιστεί επαρκώς στο να αξιοποιεί και να μεταπλάθει τη μυθολογία του φεμινιστικού λόγου.  Έχει υποδυθεί τους ρόλους μυθικών γυναικείων μορφών, έδωσε στα πλάσματα αυτά του μύθου το δικό της σύγχρονο λόγο, παίρνοντας για τις ανάγκες του εκάστοτε ποιήματος τη δική τους μορφή, το δικό τους σχήμα.  Στο βιβλίο αυτό καλά πλέον αφομοιωμένες αυτές οι αναζητήσεις υποστηρίζουνε με σιγουριά και αυτονομία το λόγο της Κουτσουμπέλη, χωρίς πλέον να διεκδικούν επιτακτικά από τον αναγνώστη να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί το αυτονόητο: τη γυναικεία οπτική της ποιήτριας.

Στην ποίηση της Κουτσουμπέλη υπάρχουν δύο  κυρίαρχα θέματα που επανέρχονται με διάφορες παραλλαγές και μετεξελίξεις από συλλογή σε συλλογή. Ο έρωτας και η ποίηση. Τα θέματα αυτά συχνά συμπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Ο έρωτας ως παρουσία και κυρίως ως απουσία και απώλεια τροφοδοτεί και γεννά το ποίημα και το ποίημα αναζητά τον έρωτα, τον παθιασμένο χορό, τη μονομαχία, τη θανάσιμη πάλη δύο σωμάτων για να τραφεί. Άλλοτε πάλι το ποίημα γεννά τον έρωτα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, εκλεκτικές συγγένειες μέσα από ασύμπτωτες ιστορίες, άνθρωποι αγαπήθηκαν πιο αναπαυτικά, πιο παρηγορητικά μέσα από τις λέξεις, συμβολικές εκεί οι ανθρωποθυσίες του έρωτα. Τα δύο αυτά θέματα αναδεικνύονται ξεκάθαρα στην παρούσα συλλογή, γεμίζουν τον καμβά του κάθε ποιήματος με τα φαινομενικά ετερόκλητα μοτίβα τους, που ωστόσο συνέχονται με ένα  αόρατο νήμα.

Ξεκινάμε με τον τίτλο «κλινικά απών», ο οποίος συνειρμικά μας παραπέμπει στη δυσοίωνη ιατρική γνωμάτευση κλινικά νεκρός. Ποιος είναι ιατρικά ο κλινικά νεκρός; Είναι αυτός που η αναπνευστική και καρδιακή λειτουργία του υποστηρίζονται μηχανικά, ενώ ο μεταβολισμός ακόμη αντιστέκεται. Ο τίτλος του βιβλίου είναι ο  τελευταίος στίχος του ποιήματος Εκ των υστέρων .


Αν ήμουν πιο προσεκτική
Θα είχα από τότε αποσυνθέσει την ελπίδα
Επίσημα θα ήσουν τώρα
Κλινικά απών.


Το ποιητικό υποκείμενο, κάνοντας τον απολογισμό του, μετά το τέλος ενός έρωτα, καταφεύγει σε ένα υποθετικό λόγο του μη πραγματικού ( αν ήμουν…τότε θα…) και συνειδητοποιεί ότι τόσον καιρό ο έρωτας αυτός ζούσε και ανέπνεε από τη δική του ελπίδα. Αυτή ήταν η μηχανική υποστήριξη ενός κλινικά νεκρού έρωτα. Αξίζει να επισημάνουμε ότι η ποιήτρια χρησιμοποιεί στο βιβλίο αυτό συχνά λέξεις που παραπέμπουν στο ιατρικό λεξιλόγιο και στη δομή του ιατρικού λόγου ( οδηγίες, συστάσεις, συμβουλές), στοιχεία ενισχυτικά της άποψης ότι ο τίτλος πέρα από το συγκεκριμένο ποίημα ανταποκρίνεται στο γενικότερο κλίμα και την ατμόσφαιρα αυτής της συλλογής. Ο έρωτας, λοιπόν, είναι ο κλινικά απών.

Η απουσία που διατρέχει όλο το βιβλίο εξετάζεται ως μία ανίατη ασθένεια, η οποία μας επιτρέπει μόνο μία επιλογή: να την αποδεχτούμε. Η Κουτσουμπέλη με ωριμότητα επιχειρεί, την κατανόηση και αποδοχή αυτού του επικείμενου αλλά αναπόφευκτου θανάτου. Αποδέχεται πως ο θάνατος του έρωτα ξεκινά από τη γέννησή του, αφού θνησιγενή είναι τα ασυνείδητα κριτήρια με τα οποία επιλέγουμε το συμπρωταγωνιστή μας σ’ αυτή την επανάληψη της αρχέγονης ένωσης. Το σενάριο ζωής που έχουμε προαποφασίσει, αυτό εντέλει θα παιχτεί και με μικρές παραλλαγές θα φτάσουμε στο οικείο αποτέλεσμα. Αυτό το σενάριο θα επιμείνει να επιβεβαιώσει τις πεποιθήσεις μας, όποιες κι αν είναι αυτές και οι οποίες έχουν διαμορφωθεί στα τρυφερά παιδικά μας χρόνια. Χωρίς να το γνωρίζουμε έχουν χαραχτεί μέσα μας στα σκοτεινά και έχουν κρυφτεί τώρα στη σκιά μας, με την οποία πάντα έτσι κι αλλιώς πλαγιάζουμε τη νύχτα. Αν, λοιπόν, στο παιδικό μας σύμπαν η ένωση του αρσενικού και του θηλυκού είναι μια ανελέητη μονομαχία που τελειώνει με θανάσιμους τραυματισμούς, τότε θα μπαίνουμε  σε μονομαχίες και θα επιλέγουμε πάντα τον ίδιο ιππότη για παρτενέρ. Αυτή η συνειδητοποίηση και η αποδοχή της είναι μια πράξη ενηλικίωσης και ωριμότητας η οποία καθρεφτίζεται στους στίχους της Κουτσουμπέλη, που διακρίνονται για την οικονομία και την ισορροπία στη χρήση του λόγου.

Το τέλος του έρωτα ωστόσο δε γίνεται εύκολα αποδεκτό. Επιστρατεύεται η άμυνα της απώθησης. Η όποια υποψία του τέλους μεταφράζεται ως επιστροφή στην απώλεια των βασικών προσώπων υποστήριξης, στη μνήμη της παιδικής εγκατάλειψης. Γι’ αυτό το τέλος, έστω και με αυταπάτες, είναι ανάγκη να αμφισβητηθεί. Η άρνηση της αποφυγής του πόνου, η άρνηση της λύσης και της συνεπαγόμενης μοναξιάς που θα επιφέρει συναινούν στη διατήρηση του κλινικά απόντος έρωτος. Για αυτούς τους λόγους κάποιοι έρωτες στοιχειώνουν και συντηρούνται με κάθε υπερσύγχρονο μέσο συντήρησης.

Ο θάνατος του έρωτα επιφέρει αναπότρεπτα μία περίοδο πένθους, επώδυνη αλλά αναγκαία για να συνεχιστεί η ζωή. Η Κουτσουμπέλη διαχειρίζεται με ψυχραιμία τη φάση αυτή του πένθους, έχοντας ένα σταθερό και πιστό σύμμαχο: τις λέξεις, την πράξη της γραφής. Όλα τα στάδια του πένθους, ο θυμός, η άρνηση, η επεξεργασία, η αποδοχή περνούν μέσα από την ποίηση. Τα ποιήματα δε μας απαλλάσσουν από το πένθος, αντιθέτως το ενισχύουν. Μας συντρέχουν ωστόσο να το ημερώσουμε. Το πένθος είναι ο ομφάλιος λώρος που μας δένει με τη μνήμη. Η τέχνη τροφοδοτείται από την απώλεια και το πένθος, αλλά λειτουργεί και ως ο ασφαλέστερος οδηγός για την έξοδο. Άλλωστε, κατά την Κουτσουμπέλη,  οι ποιητές ορίζονται κι από μια μοίρα, μια σφραγίδα δωρεάς στον ώμο, που ορίζει πως τίποτα στη ζωή τους δε θα’ ναι ακέραιο κι ολοκληρωμένο, θα αναλώνουν τη ζωή τους, κυνηγώντας την πληρότητα και την ολοκλήρωση,  θ’ αδειάζουν τα μελανοδοχεία, θα γεμίζουν τα λευκά χαρτιά, μια και η τέχνη στην έλλειψη ελλοχεύει, στο ερειπωμένο και το ατελές.

Οι τολμηρές μεταφορές και οι αντιθέσεις συνθέτουν τις εικόνες του ποιητικού κόσμου της Κουτσουμπέλη, ζωγραφίζουν τον πόθο αλλά και τη ματαίωσή του. Η ροή του λόγου, οι αναπνοές και οι παύσεις σκηνοθετούν τις κινήσεις των προσώπων σε ένα ελεύθερο αφαιρετικό σκηνικό. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το κόκκινο και το μαύρο με τους συμβολισμούς του πόθου, του πάθους του πένθους και του μυστηρίου που τα περιβάλλει. Η γλώσσα κάποιες στιγμές τρυφερή, άλλοτε ειρωνική και σαρκαστική, εκφράζει την εσωτερική αντίσταση του ατόμου στην αποδοχή του τετελεσμένου. Το ποίημα γίνεται το κορμί του απόντος αγαπημένου, πράξη εγχείρησης, επέμβασης με οδύνη και χωρίς αναισθητικό. Κόβω για να διασώσω, κόβω για να δημιουργήσω, η γραφή μια χειρουργική επέμβαση στη μνήμη, μια ανατομική επέμβαση στην παιδική ηλικία, τη σκέψη και τα αισθήματα.

http://www.oanagnostis.gr/%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B8%CE%AD%CF%84%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CF%80%CE%AF%CE%B4%CE%B1/



ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ Η ΡΕΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ  ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΙΧΟ
Κλινικά απών είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέλη, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Πρόκειται για την έβδομη κατά σειράν συλλογή ποιημάτων που εκδίδει η Θεσσαλονικιά ποιήτρια μετά την πρώτη εμφάνισή της στα Γράμματα το 1984, με το ποιητικό έργο Σχέσεις σιωπής(Εκδόσεις Εγνατία).
Με βαθιά, γήινη φωνή –ανοίγοντας έτσι μια μικρή χαραμάδα στην εγγύτητα της επικοινωνίας με τον αναγνώστη–, η ποιήτρια καταδύεται στις διαστάσεις του αδόκητου, της αλληγορίας, του συμβολισμού, στο γήινο των πραγμάτων ταξίδι και στο άλλο ταξίδι το ονειρικό, παρεμβαίνοντας καθοριστικά στη λογική τους. Όλοι οι στίχοι της υπαινίσσονται την ύπαρξη ενός υπερφυσικού, σκοτεινού κόσμου, που δεν τον βλέπουν τα μάτια, αλλά που φανερώνεται ακέραιος μέσα από τη φαντασιακή ανασυγκρότησή του και παρουσιάζεται στο ποίημα σαν οργανικό σύνολο. Η ποίησή της αναπτύσσει:
Η Θεσσαλονικιά ποιήτρια της νέας γενιάς, και με τις προηγούμενες συλλογές της αλλά και με το παρόν έργο, αποτελεί πλέον μια αναγνωρίσιμη, σπουδαία και πρωτότυπη ποιητική φωνή, αφήνοντας ήδη από τώρα σημαντική παρακαταθήκη στη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση.
Τη θεματική της ερωτικής απώλειας και ματαίωσης:
Φορώ ένα σκονισμένο νυφικό/ με μακριά ουρά που σέρνεται στο δρόμο/
η αρρώστια καλπάζει/ κόκκινο άλογο μέσα στην καρδιά./ –αγαπώ νεκρά γιατρέ/
ή
το να συντηρεί κανείς κατεψυγμένους έρωτες/ είναι κι αυτό μια τέχνη.

Της απουσίας που επίκειται και εντέλει συντελείται:
Αν ήμουν πιο προσεκτική
θα είχα από τότε αποσυνθέσει την ελπίδα
επίσημα θα ήσουν τώρα
κλινικά απών.
Της λήθης που αναπαράγει μνήμες και ταυτόχρονα αναπαράγεται:
Η Μνήμη μπορεί να εκτιναχτεί/ με ένα μόνο τηλεφώνημα/ και όλη η λήθη να καταποντιστεί/ στον ζεστό κόλπο της αλήθειας.
Της αποδοχής του πένθους, όπου οι συλλήψεις του παράδοξου και του αλλόκοτου συνιστούν μιαν ενόραση κατεξοχήν ποιητική.
Να το κρατάτε εξημερωμένο στην αυλή./ Κάποιες νύχτες να αφήνετε την πόρτα ανοιχτή./ Θα ανεβαίνει στο κρεβάτι/ πηχτές κηλίδες στα σεντόνια/ δαγκωματιές στο στήθος, στο λαιμό./
Θα το ακούτε ν' αλυχτάει./ Δεν θα το αλυσοδέσετε ποτέ./
ή
Να υιοθετήσεις κοράκι υπηρέτη/ με μαύρη ρεντιγκότα και στιλπνά παπούτσια/ για να επιμεληθεί της νεκρικής πομπής.
Η ποιήτρια αμφιδρομεί ανάμεσα στις πληγές της παιδικής ηλικίας:
Βρισκόμουν σε ορφανοτροφείο/
φορούσα γκρι φουστάνι κι άσπρες κάλτσες/ έψαχνα μια κούκλα δίχως χέρια
ή
Δεν έβρισκα το σωστό νούμερο ανθρώπου/ η πλέξη ήταν χαλαρή/ ή οι τεράστιες βελόνες μπήγονταν στο στέρνο.
Της μεταφυσικής αγωνίας που μεταμορφώνεται σε αδημονία:
Το πρόβλημα είναι
πως δεν άκουσα τις κούκλες.
Ανοιγόκλειναν
τα γυάλινά τους μάτια
λέρωναν τα λευκά φορέματα
έχαναν τα νάιλον μαλλιά.
Πρόσεχε τα Σάββατα
μου έγνεφαν,
είναι πάντα ξεκούρδιστα
ο μηχανισμός κλάματος δεν λειτουργεί
το κεφάλι δεν είναι κολλημένο
κυλάει σε μία μόνη Κυριακή.
Της άφατης τρυφερότητας που προστατεύει και ξαγρυπνά:
Κι ανησυχώ
αν είναι μαλακά τα όνειρά σου
νεογέννητα πουλιά
μες στη φωλιά τους
και τρέμω μήπως κάποιο θελήσει να πετάξει
και πέσει κάτω και χτυπήσει.
Και της σκοτεινής Περσεφόνης, που βασιλεύει μέσα στον προσωπικό μας Άδη:
Η γλώσσα σάλεψε μέσα στην κόκκινη σπηλιά
και τεντώθηκε να αγγίξει
τους σταλακτίτες δόντια
ποια διαδρομή είναι πιο σύντομη
το δάγκωμα του σκορπιού
ή ένα αιλουροειδές φιλί;
Τα στοιχεία που εντοπίζονται είναι αναγνωρίσιμα στους αναγνώστες της Κουτσουμπέλη. Ατμόσφαιρα του υάκινθου της θλίψης, γκόθικ ή γκροτέσκ, μοβ της spleen μελαγχολίας, άνθρωποι –γυναίκες, κυρίως– που μετρούν οδύνες, απώλειες, ελλείψεις, απουσίες, στέρηση, πίκρα, μοναξιά. Αφετηρία βιωματική η παιδική ηλικία. Σίγουρα τραυματική...
Κόβω με ψαλίδι την παιδική μου ηλικία/ δυο μαυρόασπρα κοριτσάκια που επιπλέουν θολά/ θρυμματίζονται στο πάτωμα./ Είχα ποτέ δίδυμη αδελφή/ ή ήμουν αυτή που δεν γεννήθηκε ποτέ.
Με λιτά εκφραστικά μέσα, η χαρισματική ποιήτρια σχηματίζει υπερρεαλιστικές εικόνες, με τον χρωστήρα των εξπρεσιονιστών με θέματα τη φθορά, τον θάνατο, την εχθρότητα και την οργή, τη θλίψη, τη ματαίωση, ενώ με τη φαντασία ως πηγή έλκεται από τον έρωτά της και μονομαχεί με ένα άλλο σώμα. Σάρκα με σάρκα, ανάμεικτη με αίμα, ο ένας πάνω στον άλλο/ πεινούσαν και χόρταιναν σάρκα, οι παθιασμένοι εραστές κατασπαράσσουν βουλιμικά αλλήλους εις το όνομα της αρχαίας γνώσης που κατοικεί στα κύτταρα.
Την παρακολουθούμε καθώς καταδύεται σ' ένα δάσος αντιθέσεων και αντιφατικών οραμάτων: καθρέφτες που ραγίζουν, στοιχειωμένοι έρωτες που κοιμούνται σε σεντούκια, μικρές αλεπούδες που γερνούν στο σαλόνι, το μαλακό κουνουπίδι του εγκεφάλου που γεμίζει συνέχεια θάλασσα, μια μουχλιασμένη άνοιξη, που απλώνω για ν' αεριστεί, υποδηλώνοντας έναν ψυχισμό ευάλωτο και ανασφαλή, με ανεκπλήρωτες επιθυμίες κι εμμονές, με μια φρενίτιδα να καταλαμβάνει το ποίημα.
Ακούω τα σκυλιά που αλυχτούν δεμένα/ καθώς άγρια τραντάζουν τις αλυσίδες/ ξαναγυρνώ στο σπίτι./ Κλείνομαι στο δωμάτιο/ και με μια ψαλιδιά/ κόβω σύρριζα πέρα ως πέρα τα μαλλιά.
Ενοράσεις πρισματικών εικόνων μιας σπουδαίας φωνής έντονα θηλυκής μετουσιωμένες σε στίχους, που ασθμαίνουν κάτω από το βάρος των λέξεων των γυναικείων αρχετυπικών συμβόλων:
Εκάτη, Κάλι, Λίλιθ, Αντιγόνη το όνομά μου./ Λίλλακε, Μπελίλι, Μπααλάτ./ Κάποιοι με αποκαλούν Αρχόντισσα του Σκότους/ ή ηγέτιδα των Θηλυκών Βαμπίρ/
ενώ μια άλλη τάξη ονείρων επιβάλλεται σκιαγραφώντας το πορτρέτο μιας βαθιά πληγωμένης γυναίκας, που ανακαλεί ένα παρελθόν συντηρημένο σε κονσέρβα:
Και όταν ερχόμουν
θα σ' αγκάλιαζα
αν δεν υπήρχε το σιδερένιο τραπεζάκι ανάμεσα.
Γι' αυτό σου λέω. Μην λυπάσαι.
Και στείλε αυτήν την τενεκεδένια απουσία
για ανακύκλωση.
Η έμπνευση της δημιουργού κινείται μέσα σε ένα αβυσσαλέο υποσυνείδητο. Ένας κόσμος παραίσθησης βουτηγμένος στην ένταση, την ψευδαίσθηση και τη φαντασίωση, μια καταβύθιση και συγχρόνως εξύψωση, ένα οδυνηρό παιχνίδι ανάμεσα στην απόκρυψη και την εμφάνιση, με ποιητικά μέσα το ασύλληπτο και το άρρητο. Τα όνειρά της έχουν δόντια κίτρινα.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη μεταβάλλει τη ρευστότητα του χρόνου σε πορεία ποιητικής ακμής:
Ύστερα κάποιος μετατόπισε τους δείκτες
στο κουρδιστό ρολόι τοίχου στο σαλόνι
κι άργησα είκοσι χρόνια.
Θα σε ειδοποιούσα σίγουρα
αλλά τα ταχυδρομικά περιστέρια
καθηλώθηκαν υπέρβαρα στα σύρματα.
Διακρίνονται επιρροές από Ρεμπό, Μποντλέρ, Λόρκα, Πόε, Σολωμό, Καβάφη, Σαχτούρη, Χιόνη, Δημουλά, Σίλβια Πλαθ και Ανν Κάρσον, των οποίων οι καταβολές έχουν ζυμωθεί και ενσωματωθεί στο ποιητικό σύμπαν της ποιήτριας, δημιουργώντας ένα γοητευτικό συνονθύλευμα, όπου τα χρώματα και τα σχήματα των λέξεων διαλύονται και αναμειγνύονται για να ανασυνταχθούν στη συνέχεια σε πλήρη αρμονία και τάξη, διαμορφώνοντας τοιουτοτρόπως ένα εντελώς προσωπικό ύφος, χαρακτηριστικό πλέον της Χλόης Κουτσουμπέλη.
Η Θεσσαλονικιά ποιήτρια της νέας γενιάς, και με τις προηγούμενες συλλογές της αλλά και με το παρόν έργο, αποτελεί πλέον μια αναγνωρίσιμη, σπουδαία και πρωτότυπη ποιητική φωνή, αφήνοντας ήδη από τώρα σημαντική παρακαταθήκη στη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση. Η γλώσσα της διασπά και καταργεί τη ρομαντική παράδοση, είναι λιτή, με τη σωστή δόση –στη μύτη του κουταλιού ίσα ίσα– γλυκασμού, ουσιαστική, ευθύβολη, αποφορτισμένη από λυρικές τονικότητες, παράγοντας δομική ύλη που μεταβάλλεται σε αισθητικό φαινόμενο –«ολόσωμα» ποιήματα– ενώ το απόρρητο-βέβηλο ομολογείται, με τη φύση δαιμονιακά ελεύθερη να ακκίζεται στην υπερβολή της, ορίζοντας άλλο δρόμο στην ανάσα.
http://diastixo.gr/kritikes/poihsh/2953-klinika-apon
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΞΥΠΝΟΥΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΟΥΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ ΣΤΟ bookpress

Για την ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Κλινικά Απών (εκδ. Γαβριηλίδη).
Του Παναγιώτη Γούτα
Συνεπής στον δρόμο που έχει χαράξει με τα προηγούμενα ποιητικά της βιβλία και με ευκρινέστερο πλέον τον ποιητικό της στόχο, η Χλόη Κουτσουμπέλη καταθέτει την έβδομη κατά σειρά συλλογή της με τον χαρακτηριστικό και απόλυτα συμβατό με τη θεματολογία των ποιημάτων της τίτλο Κλινικά απώνΚλινικά απών, όχι μόνο ένα ευφυές λογοπαίγνιο, μια λεκτική παραδοξότητα, αλλά μια φράση με ποικίλες αναγνώσεις. Εν μέρει παραπέμπει στον ιατρικό όροΚλινικά νεκρός, ίσως όμως να είναι δραστικότερος και πιο επώδυνος από αυτόν, αφού υποδηλώνει τους μικρούς καθημερινούς θανάτους στους οποίους ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να οδηγηθεί, στο ανελέητο αγώνισμα μιας μονομαχίας, σώμα με σώμα, στον ερωτικό στίβο.
Το θηλυκό διαπιστώνει πως το έτερο ήμισυ είναι κλινικά απών, απών από την κλίνη του ζευγαρώματος, από την ψυχή του, τη ζωή του, τις ανάγκες του, τις προσδοκίες του και τις προβλέψεις του
«Το σώμα στη μάχη» είναι ένας στίχος-τίτλος ποιήματος του Πιερ Πάολο Παζολίνι, με νοηματική αμφισημία και πολλαπλές αναγνώσεις, που λατρεύει, κατά δήλωσή του, ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς. «Τα σώματα πριν από τη μάχη» θα τον παράλλαζα, κάπως αυθαίρετα, για να εκφράσω ή να αποτυπώσω την ουσία των περισσότερων ερωτικών ποιημάτων της παρουσιαζόμενης ποιήτριας. Φανερό λοιπόν πως ο έρωτας σκέπει ξανά τους στίχους της Κουτσουμπέλη, ένας έρωτας όμως όχι ηδονιστικός ή αντικείμενο αναπόλησης για να θυμηθούμε την ποίηση του Μεγάλου Αλεξανδρινού που προσφάτως γιορτάσαμε τα εκατό πενήντα χρόνια από τη γέννησή του, ούτε ένας έρωτας που συνοψίζεται στη στέρηση, την αγωνία ή την εξιδανίκευση του αγαπημένου προσώπου, όπως αυτός εκφράζεται στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου ή του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου αντίστοιχα, αλλά ένας έρωτας ακυρωμένος εξ αρχής λόγω προκαθορισμένων διαφορών, αρχέγονων και σκοτεινών μυστικών και ενοχών, και εντέλει λόγω της ασυμβατότητας της ουσίας του αρσενικού με το θηλυκό, που στους στίχους της ποιήτριας μάχονται απεγνωσμένα να συναντηθούν, δίχως, όμως, ουσιαστικό αποτέλεσμα. Απόρροια αυτής της κατάστασης που διαιωνίζεται, η ερωτική ματαίωση, η ερωτική απόγνωση, η προσωπική φθορά, η στυφή εκείνη γεύση που μένει στο στόμα των πρόσκαιρων εραστών και υποψήφιων αιώνιων αγαπημένων, όταν ανακαλύψουν ξαφνικά το χάσμα που τους χωρίζει. Έτσι, το θηλυκό, συχνά στην απόληξη του ερωτικού παιχνιδιού διαπιστώνει πως το έτερο ήμισυ είναι κλινικά απών, απών από την κλίνη του ζευγαρώματος, από την ψυχή του, τη ζωή του, τις ανάγκες του, τις προσδοκίες του και τις προβλέψεις του, δεχόμενο αυτήν την κατάσταση ως αναπόφευκτη μοίρα, που απαλύνεται κάπως με την ιαματική δράση του ποιητικού παιχνιδιού στο οποίο καταφεύγει, και της τέχνης γενικότερα. Αναφέρω χαρακτηριστικούς στίχους της Κουτσουμπέλη που φανερώνουν αυτήν τη ματαίωση, πολλοί από τους οποίους αποτελούν επιμύθια των ποιημάτων της:
Και όταν ερχόμουν θα σ’ αγκάλιαζα / αν δεν υπήρχε το σιδερένιο τραπεζάκι ανάμεσα, Το πένθος υπάρχει για να καλύπτει το απόλυτο κενό, (Οι στοιχειωμένοι έρωτες) την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν / και μπήγουν τα λευκά τους δόντια / στην καινούρια τους ζωή, Από τον θάνατο του έρωτα προτιμώ τη μοναξιά, Το τέλος γράφεται από μόνο του / και είναι πάντα σαρκοβόρο, Διαλέγω πάντα άντρες που το νούμερό τους τελειώνει σε μηδέν κ.ά.
Οι λέξεις που επανέρχονται
Λέξεις όπως: κενό, τέλος, σιωπή, λάθος, νύχτα, απών, ματαίωση, πένθος, ήττα, επαναλαμβάνονται συνεχώς στο βιβλίο, αποκαλύπτοντάς μας την ψυχική διάθεση της ποιήτριας αλλά και την απόληξη του ερωτικού παιχνιδιού που διαδραματίζεται μέσα της, πάντα σε ακαθόριστο, μη προσδιορισμένο τόπο και χρόνο, όπως μας έχει συνηθίσει και από τις προηγούμενες συλλογές της. Ωστόσο, στην παρούσα συλλογή, υπάρχει πια μια πιο κατασταλαγμένη γνώση, μια βαθύτερη συνείδηση των κανόνων του ερωτικού παιχνιδιού, που θωρακίζει την ποιήτρια, βοηθώντας την να ξεπερνά τη μελαγχολία της ή τουλάχιστον να μην παραδίνεται σ’ αυτήν αμαχητί. Αυτό, αν μη τι άλλο, φανερώνει, πέρα από συναισθηματική, και ποιητική ωριμότητα.
Η στόχευση του μηνύματος γίνεται πιο συγκεκριμένη και ευθύβολη, η σκηνοθεσία είναι λιγότερο ομιχλώδης και παραπλανητική, ο αλληγορικός λόγος όμως πάλι κυριαρχεί
Η Κουτσουμπέλη συνθέτει ποιήματα με σκηνοθετικό τρόπο γραφής. Σε προηγούμενες συλλογές της αυτό συνέβαινε με το ονειρικό στοιχείο που πρόσθετε ή καλύτερα με το οποίο έντυνε τους στίχους της – ένα μονίμως παραμυθένιο, υπερβατικό, σουρεάλ σκηνικό, με το οποίο αφ’ ενός υπονομευόταν ο ρεαλισμός των ποιημάτων της, αφ’ ετέρου πετύχαινε να μας μεταφέρει σκληρά προσωπικά της βιώματα με λιγότερο επώδυνο, κυρίως για την ίδια, τρόπο. Στο Κλινικά απών το στοιχείο αυτό έχει κάπως αμβλυνθεί, έχει περιοριστεί, δίχως πάντως να εκλείπει. Η στόχευση του μηνύματος γίνεται πιο συγκεκριμένη και ευθύβολη, η σκηνοθεσία είναι λιγότερο ομιχλώδης και παραπλανητική, ο αλληγορικός λόγος όμως πάλι κυριαρχεί, ενώ συχνά η εικονοποιία παραμένει τολμηρή και ασυνήθιστη. Γράφει στο ποίημά τηςΑδυναμίαΑν δεν μπορείς να έρθεις με ένα τρένο / ούτε να ξεφλουδίσεις το πορτοκάλι του ουρανού / σούρουπο με ένα αεροπλάνο, / αφού το πλοίο εντείνει την αστάθεια / και σου δημιουργεί όπως λες ναυτία / δέσε ένα ποδήλατο / πίσω από ένα σμάρι πουλιά / και πέταξε να ρθεις κοντά μου. / Εσύ που ισχυρίζεσαι ανίσχυρος.
Σε δύο της ποιήματα ο έρωτας προσδιορίζεται με διαφορετικό τρόπο, ως προκαθορισμένο αγώνισμα μονομαχίας, με αναμενόμενη, πάντα, συνέπεια τη δική μας εξολόθρευση (ποίημα Το αγώνισμα της μονομαχίας) ή ως συντηρημένη, κατεψυγμένη κονσέρβα (ποίημα Η κονσέρβα) το ανέφικτο και το ανεκπλήρωτο των ερωτικών σχέσεων (αυτά τα αφήνει στην τέχνη της ποιήσεως). Στο ποίημα Παρά λίγο, ο στίχος της Κουτσουμπέλη  Κάθε ένας περίμενε άλλον αλλού / και κανείς δεν πήγε ποτέ στο ραντεβού, συμπυκνώνει όλο το αδιέξοδο των προσωπικών σχέσεων, ενώ όλο το ποίημα Το δείπνο, πέρα από τη χρωματική και μεταφορική αντίθεση του κόκκινου των προσπαθειών της γυναικός, με το χλωμό που διέκρινε εν τέλει ο άνδρας στο πρόσωπό της, το εξέλαβα ως αποθέωση της ερωτικής ασυνεννοησίας, ασυμβατότητας κι εντέλει μιας έντονης προσωπικής ματαίωσης. Παρεμφερές και το Άκρως ερωτικό και απόρρητο, όπου η ποιήτρια κατέχει πλέον τη γνώση για το άλλο φύλο, που την εξουθενώνει, ακυρώνοντας τη μυθολογία και τις συμβάσεις των καιρών μέσα από τους στίχους: Ότι δεν είμαι το πλευρό ή / η δεξιά σου άτρωτη φτέρνα / αλλά γυμνή κι εγώ / καταδικασμένη να σε ψάχνω στους αιώνες / μέρος κι αυτό της γνώσης που δεν έπρεπε. Στο ποίημα Τέχνη, η ποιήτρια αυτοπροσδιορίζεται αναφορικά με την τέχνη, ενώ μας κλείνει με τρόπο το μάτι αποκαλύπτοντάς μας πως θα μπορούσε να γράψει περισσότερο γυμνά, ξεκάθαρα και με μεγαλύτερη σαφήνεια, αλλά δεν είναι αυτή η πρόθεσή της γιατί άλλες είναι οι ποιητικές της βλέψεις. Εντούτοις θεωρώ ιδιαίτερα ενδιαφέρον το εν λόγω ποίημα, και παρότι διαφέρει από την πλειονότητα των υπόλοιπων ποιημάτων της τόσο υφολογικά όσο και θεματολογικά, το καταθέτω. ΤέχνηΠοτέ δεν συμπάθησα / τα άψογα χαμόγελα / τις τέλειες οδοντοστοιχίες / τους σιδερωμένους άντρες / την τσάκιση στο παντελόνι / τα ανατομικά στρώματα / τα αναπαυτικά όνειρα / τα πούπουλα χήνας στην ομίχλη. / Γι’ αυτό και ζω σε ερειπωμένα σπίτια / Κάτι να χάσκει / κάτι να λείπει / κάτι να διαβρώνει την τελειότητα. / Γιατί τέχνη είναι πάντα η οροφή που λείπει.
alt
   Η Χλόη Κουτσουμπέλη (φωτογραφία: Ειρήνη Ρυσάκη)
Ο χρόνος στην ποίηση της Κουτσουμπέλη
Επανέρχομαι και ολοκληρώνω με κάποιες σκέψεις για την έννοια του χρόνου στα ποιήματα της Κουτσουμπέλη. Είπαμε, και το έχω γράψει και στο παρελθόν για άλλα της βιβλία, πως ο χρόνος στην ποίηση της Κουτσουμπέλη είναι απροσδιόριστος και αόριστος, αφού πολλά της ποιήματα ακολουθούν τις χρονικές συμβάσεις μύθων ή παραμυθιών, όπου κι εκεί ο χρόνος είναι ασαφής και απροσδιόριστος. Στην τελευταία συλλογή της γίνεται φανερό πως αυτό έχει και μια άλλη εξήγηση, αλλά και μια άλλη διάσταση. Η ποιήτρια συναιρεί ένα τραυματικό παρελθόν που αφορά την παιδική ηλικία, όπου πνίγεται το όνειρο, ο έρωτας, το κάθε σκίρτημα για ζωή από τις δράσεις και τις ενέργειες των μεγάλων, με ένα εξίσου οδυνηρό παρών, εξ αιτίας της σκληρής συνειδητοποίησης του αδιεξόδου των ερωτικών σχέσεων. Η ποίηση, έτσι, έρχεται ομαλά, απόλυτα φυσιολογικά και αβίαστα να λειτουργήσει εξισορροπητικά, κάνοντας την ποιήτρια να ακυρώσει μέσα της τις δύο προηγούμενες επώδυνες χρονικές συμβάσεις, βιώνοντας έτσι το καθαρτήριο, ιαματικό, άχρονο ποιητικό σύμπαν, με τη σύνθεση ποιημάτων. Όλα αυτά συνοψίζονται θαυμάσια στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής, που έχει τίτλο Το ψαλίδι. Η ποιητική συλλογή της Κουτσουμπέλη έχει ως εξώφυλλο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλου, που εκφράζει περίτεχνα το αίσθημα της μοναξιάς, αποτυπώνοντας με απλά και λιτά μέσα τον ίλιγγο της απουσίας. Κάποια πανωφόρια, κενά περιεχομένου, κρεμασμένα σε ξύλινες παλιομοδίτικες κρεμάστρες, μια λάμπα θαρρείς φυλακισμένη σε ένα διχτυωτό πλαίσιο και η αίσθηση μιας απλωμένης, έρημης, ωστόσο, εξ αντανακλάσεως, φωτιζόμενης πίστας ως ακαθόριστο φόντο. Η Κουτσουμπέλη συνομίλησε καλλιτεχνικά με τον Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλο και παλιότερα. Την Πρωτοχρονιά του 2013 δημιούργησαν μαζί ένα ηλεκτρονικό βιβλίο με δικές του φωτογραφίες και δικά της ποιήματα-σχόλια πάνω σ’ αυτές, με τίτλο Απαγόρεση κυκλοφορίας, αφιερωμένο στους μοναχικούς ανθρώπους των πόλεων. Επίσης, έναν χρόνο ακριβώς μετά, ο Παναγιώτης Παπαθεοδωρόπουλος σχολίασε με τις φωτογραφίες του ένα σπονδυλωτό δικό της ποίημα που δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Θράκα. Είχε ως τίτλο Η μυστική ζωή των ποιημάτων και ήταν αφιερωμένο στην μνήμη του Παύλου Φύσσα.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη , αρχής γενομένης από την ποιητική της συλλογή Σχέσεις σιωπής που τυπώθηκε το 1984, διανύει μια γόνιμη τριακονταετία στα γράμματα με εφτά ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και ένα θεατρικό έργο. Έχει μια σταθερά ανοδική πορεία, βρίσκοντας από την τρίτη ήδη συλλογή της έναν σταθερό βηματισμό και κατακτώντας ένα απόλυτα προσωπικό και ευδιάκριτο ποιητικό ύφος. Νομίζω πως αξίζει να παρακολουθήσουμε, βήμα προς βήμα, όλη την έως τώρα πορεία της, και να εστιάσουμε ιδιαιτέρως στο πρόσφατο βιβλίο της, το Κλινικά απών, στο οποίο η ίδια είναι έντονα παρούσα με την τέχνη της γραφής της, ιδίως αναφορικά με το ερωτικό παιχνίδι και τις διαστάσεις που αυτό παίρνει μέσα από τις πανάρχαιες αντιφάσεις του. 
*Το κείμενο εκφωνήθηκε τον Μάιο του 2014, στη ΔΕΒ Θεσσαλονίκης, σε παρουσίαση του βιβλίου.
Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.  

altΚλινικά Απών
Χλόη Κουτσουμπέλη 
Γαβριηλίδης 2014
Σελ. 56, τιμή € 8,52
alt


http://www.bookpress.gr/kritikes/poiisi/koutsoumpeli-chloi-gabriilidis-klinika-apon



***********************




"Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς" : γράφει η Βαρβάρα Ρούσσου


Με τίτλο Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς η Χλόη Κουτσουμπέλη εμφανίζεται ποιητικά για έκτη φορά, έχοντας ήδη στις προηγούμενες συλλογές της εγκαθιδρύσει το προσωπικό της ποιητικό σύμπαν με τις θεματικές και μορφολογικές σταθερές του. Το βιβλίο αποτελείται από 44 ποιήματα, όχι μεγάλες συνθέσεις, αρκετά ποιήματα σύντομης φόρμας, μερικά μεγαλύτερα, με όχι ιδιαίτερα πολυσύλλαβους στίχους. Ακόμη όμως και όταν ο στίχος τείνει να γίνει πολυσύλλαβος και να εκταθεί σε όλη την τυπογραφική αράδα, δεν είναι άρρυθμος και πεζολογικός αλλά ελεγχόμενα ρυθμικός, όχι απαραίτητα υποστηριζόμενος από τους γνωστούς ρυθμούς, αλλά διατηρώντας ένα ομαλό βάδισμα που του επιτρέπει να αναπνέει ελεύθερα και να παρέχει στον αναγνώστη την αίσθηση της ομαλότητας και την εντύπωση μιας επεξεργασμένης μορφικά ποίησης.

Οι παραμυθιακοί τίτλοι προηγούμενων συλλογών παραχωρούν τη θέση τους στον μάλλον παράδοξο τίτλο της παρούσας συλλογής. Από το ταξίδι σε λίμνες, παραδείσιους κήπους ή την προσωπική μνήμη τώρα αποτυπώνεται συνδηλωτικά η κατάσταση του αρχαίου κόσμου ή η στάση μας έναντι της αρχαιότητας. Η αρχαιότητα εκλαμβάνεται ως παγιωμένη πινακοθήκη προσώπων και συμπεριφορών αλλά και ως βασικό σημείο αναφοράς, ως μια χρονική ελαστικότητα, όπου το χρονικό πεδίο μετατοπίζεται από την αρχαιότητα στο παρόν και πάλι πίσω. Κατ' ουσίαν έχω την αίσθηση ότι στον αρχαίο κόσμο γενικά αλλά και ειδικά σε αυτόν τον προσωπικά βιωμένο αρχαίο κόσμο της Κουτσουμπέλη, ουδόλως βραδιάζει. Ο ζόφος της νύχτας πέφτει στη σύγχρονη πραγματικότητα που ατενίζει από το σκοτάδι της την αρχαιότητα.

Ηδη από το διπλό μότο και από τα τρία πρώτα ποιήματα του βιβλίου διακρίνεται το σκεπτικό της νέας συλλογής: στο μότο η ποίηση ταυτίζεται με την οδυνηρή αγωνία («ματωμένο συμβόλαιο της γραφής») και προέρχεται από την αίσθηση του θανάτου. Στο πρώτο ποίημα «Περί μνήμης» η μνήμη ορίζεται ως ο τρόπος με τον οποίον η ποίηση θα διαιωνίσει τον χρόνο και θα ανακαλέσει το βίωμα για να το επεξεργαστεί ποιητικά. Στο δεύτερο ποίημα «Τα ποιήματα που γερνούν» δηλώνεται η εναγώνια απόπειρα του ποιητή να διατηρήσει το σφρίγος του λόγου του ενόσω θρηνεί την απώλεια της προσωπικής του νεότητας. Η λύση είναι το θάρρος της αυτοέκθεσης και η διαρκής τολμηρή αιχμηρότητα του ποιητικού λόγου. Ετσι, σοφά, το επόμενο ποίημα, το τρίτο, με τίτλο «Το είδωλο», συνοψίζει τις τρεις έννοιες που πραγματεύτηκαν τα δύο πρώτα ποιήματα -μνήμη, χρόνο και ποίηση- στο πρόσωπο του ανθρώπινου υποκειμένου. Η Κουτσουμπέλη οριοθετεί τη θεματική της περιοχή εντός της οποίας, όπως θα δούμε, θα κινήσει τα προσωπεία της -πρόσωπα των αρχαίων μύθων, παρόντα διαρκώς στα βιβλία της- και θα αποκαλύψει το πρόσωπό της, με τρόπο στοχαστικό αλλά χωρίς να προδίδει την εσωτερική ένταση, χωρίς διάθεση κρυπτικότητας, ενίοτε με υπόρρητα ελεγειακό τόνο. Η ποιήτρια χειρίζεται τα μυθικά πρόσωπα -και ιδίως τα γυναικεία- στις ανθρώπινες διαστάσεις τους και όχι στις μυθικές, ανάγοντάς τα σε πρόσωπα καθημερινά που βιώνουν κοινότοπα την τραγικότητα της μοίρας τους. Οι ήρωες των αρχαίων μύθων στα ποιήματά της απεκδύονται την ηρωική τους πλευρά και μετακομίζουν στο παρόν για να αντιμετωπίσουν την αποξένωση και το δράμα «πως στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς».

Τα ποιήματα της συλλογής κινούνται στο ευρύ φάσμα από το άμεσο προσωπικό βίωμα που συχνά είναι ταυτόσημο με την ερωτική εμπειρία και το αναπόδραστο τέλος του έρωτα (τέτοια ποιήματα προσωπικής μυθολογίας: «Ιερή Πέτρα», «Ο άσπρος λαγός», «Στο Βυζαντινό Μουσείο», «Φωτογραφία», «Η τέλεια μέρα» «Η συγγνώμη») έως τον φιλοσοφικής βάσης αναστοχασμό της γυναικείας υπόστασης, θεματικό κύκλο στον οποίον θα αναφερθώ παρακάτω.

Θα ξεχωρίσω το ποίημα «Το πένθος του άλλου», κατά την προσωπική μου άποψη, ένα ποιητικώ τω τρόπω δοκίμιο περί πένθους, που σε μένα ανακαλεί κείμενα της Κρίστεβα και της Μπάτλερ. Επίσης, διακρίνω τον ευφάνταστο «Ονειροκρίτη», προς το τέλος του βιβλίου, μια πικρή παραίνεση προς αναγνώστες για να ελέγξουν και να αναλογιστούν τη σχέση τους με την ποίηση, ενόσω ο ίδιος ο ποιητής με πικρία αναγνωρίζει την αναποτελεσματικότητα των στίχων του.

Κιόλας, από το πρώτο ποίημα της δεύτερης συλλογής της με τον ονειρικό τίτλο «Η νύχτα είναι μια φάλαινα» το ποιητικό πεδίο της Κουτσουμπέλη διαμορφώνεται από έναν εμφανώς έμφυλο λόγο που αρθρώνεται σε ένα μάλλον πεζό κείμενο. Ενας κόσμος ματαιωμένης παιδικότητας και ένας χώρος γυναικείος μορφοποιούνται σε συνεχή λόγο. Αυτή η αρχική ποιητική στιγμή μετεξελίχθηκε σε αναγνωρίσιμο προσωπικό ύφος και απέδωσε μια χαρακτηριστικά γυναικεία φωνή που βαδίζει στέρεα στην ανά χείρας συλλογή.

Μια βασική λοιπόν συνιστώσα της θεματικής της Κουτσουμπέλη είναι η προέχουσα παρουσία της γυναίκας. Ανάμεσα στα μυθικά πρόσωπα, παρόντα διαρκώς στην ποίησή της, εκείνα των γυναικών κατέχουν εξέχουσα θέση. Τόσο ο χειρισμός των προσώπων αυτών από την ποιήτρια όσο και η πραγμάτευση της γυναικείας ταυτότητας της δίνουν μια θέση στη χορεία των ποιητριών που αρθρώνουν έναν τόσο προφανή αλλά και δυναμικό έμφυλο λόγο. Θα ήθελα να διακρίνω στο σημείο αυτό τον έμφυλο από το φεμινιστικό λόγο. Οι δύο όροι δεν ταυτίζονται τόσο εν προκειμένω όσο και γενικότερα και κυρίως το επίθετο έμφυλος δεν χρησιμοποιείται εδώ για να ταυτιστεί με τον διεκδικητικό λόγο του πάλαι ποτέ φεμινιστικού κινήματος. Η ποιήτρια εκθέτει και υπερασπίζεται με τα ποιήματά της την αντίφαση ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίον η γυναίκα βιώνει τον εαυτό της και στον τρόπο με τον οποίον όλη η κουλτούρα -συχνά και η λογοτεχνία ως μέρος της κουλτούρας- αντιλαμβάνονται τη γυναίκα. Τέτοια ποιήματα είναι: «Η γυναίκα-κλεψύδρα», «Η θυσία», «Η παράσταση». Σημαντικό ποίημα «Η δίκη» όπου η ήδη φορτισμένη με επαναστατικότητα Αντιγόνη αντιπαρατίθεται σε κάθε ηγεμονικό λόγο και νόμο που αντικειμενοποιεί τη γυναίκα. Επιπλέον, αυτή η γυναίκα είναι φορτισμένη με την ιδιότητα της ποιήτριας, ιδιότητα που ήδη από τον 19ο αι. θεωρείται ότι αντιβαίνει στην ίδια τη γυναικεία φύση. Ο ηρωισμός της Αντιγόνης δεν έγκειται εν προκειμένω μόνον στην αντίθεσή της στον δημόσιο ηγεμονικό λόγο αλλά και στον πατριαρχικό λόγο που απαγορεύει την καλλιτεχνική δημιουργία στη γυναίκα. Συνεχίζοντας μια παράδοση που έχει ρίζες σε αγγλόφωνες ποιήτριες -Anne Sexton, Sylvia Plath οι πλέον γνωστές- και στην Ελλάδα είναι εμφανέστατη στην ποίηση των Ζωής Καρέλλη, Μέλπως Αξιώτη, Τζένης Μαστοράκη, Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, Αθηνάς Παπαδάκη κ.ά. Η Κουτσουμπέλη βρίσκεται στην ίδια εκφραστική οδό με όλες τις παραπάνω ποιήτριες και επαναδιαπραγματευτεύεται τις γυναικείες μορφές του μύθου. Πρόκειται για την «αναθεωρητική μυθοπλασία», τη re-vision κατά την Εϊντριαν Ριτς, όπου η γυναίκα επαναθεωρεί από τη δική της οπτική παλαιούς μύθους για να διαταράξει τις παγιωμένες θέσεις και αναπαραστάσεις για τον ρόλο της. Η Κουτσουμπέλη διαμορφώνει έτσι μια ποιητική υπονόμευσης και ταυτόχρονα ιδρυτική, καθώς επανεγκαθιδρύει τον μύθο και παράλληλα κατασκευάζει με τα ποιήματά της ένα νέο, εναλλακτικό γυναικείο μυθικό πλαίσιο όπου η σχέση άντρα-γυναίκας υποβάλλεται σε εξονυχιστική θεώρηση επιχειρώντας να βασιστεί σε μια νέα αλήθεια που προκύπτει από την πράξη της γραφής. Τέτοια ποιήματα είναι «Η αιώνια προδοσία», το εξαιρετικό «Κρύα ψάρια», «Η Αλίκη κερδίζει» (ένα αφηγηματικό-παραμυθιακό ποίημα ενηλικίωσης και αυτοαναγνώρισης) και «Η κιβωτός» όπου το γυναικείο σώμα αναγνωρίζεται ως η υπέρτατη πηγή κάθε ζωής και ως το αρχέτυπο κάθε μύθου. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για ποιήματα που ερωτοτροπούν προκλητικά με σύγχρονες θεωρίες.
http://www.poema.gr/dokimio.php?id=352

***********************

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ

       Ποίηση του ανικανοποίητου έρωτα, υπό τη σκιά της ιδεαλιστικής τελειότητας, που στιγμιαία μόνο αγγίζεται από το υποκείμενο. Τα πρόσωπά της «αυτοκτονούν» συναισθηματικά γιατί δεν μπορούν να γευτούν το απόλυτο, σε μια ασυμβίβαστη λογική (π.χ. «Ιερή πέτρα»).
      Ο έρωτας είναι δισυπόστατος, κρύβει μια αγγελική και μια σκοτεινή μύχια πλευρά, που καραδοκεί έτοιμη να ξεχυθεί («Λευκό γάντι», «Κρύα ψάρια»). Ζει μέσα στο όνειρο ιδανικός («Η τέλεια μέρα»), φλερτάρει, αλλά κατά βάση αποχωρεί ανεκπλήρωτος ή ανολοκλήρωτος και αυτό είναι το κλειδί της κινητήριας δύναμης των ποιημάτων της. Η πραγματικότητα ωχριά, μοιάζει ψεύτικη, οι εραστές γυρνούν με μάσκες («Η παράσταση») και δεν ικανοποιούν τη βαθύτερη επιθυμία για το απόλυτο, το οποίο είναι διαρκώς ζητούμενο. Ο έρωτας είναι συνυφασμένος με το τέλος, τον θάνατό του, την απώλεια και η θετική του όψη μένει στη σφαίρα της φαντασίας. Η επιθυμία παραμένει καθοριστική, η θλίψη και η προδοσία επικρατούν (σσ. 31, 32).
    Συχνά μέσα από μια σειρά μυθικών συμβόλων, Αριάδνη, Θησέας (σελ. 32), Αδάμ, Εύα, Λίλιθ (σελ. 51), Πηνελόπη (σελ. 47, 57) ή ακόμα και την Αλίκη του παραμυθιού (σελ. 43), αντλεί σύμβολα και συναισθηματική φόρτιση, χρησιμοποιώντας τα ως πηγές μυθικής αντικειμενικής συστοιχίας. Τα σύμβολα αυτά διαχέονται και στις προηγούμενες συλλογές της και τείνουν να γίνουν συναισθηματικά μοτίβα, με διαφορετικό κάθε φορά περιεχόμενο. Χρησιμοποιεί μάλιστα και τον αύξοντα λατινικό αριθμό για να ξεχωρίσει το ποίημα από τα άλλα με τον ίδιο τίτλο, εντός της ίδιας ή άλλων συλλογών («Πηνελόπη III» «Αντιγόνη IV», «Πηνελόπη IV»). Οι χαρακτήρες πιστοποιούν και επαναφέρουν συμπεριφορές σύγχρονες, αλλά και διαχρονικές. Χειρίζεται όμως πολύ ελεύθερα τις ιστορίες, ποιητική αδεία, πολλές φορές συστρέφοντας ή ακόμα και ανατρέποντάς τες (π.χ. «Η Αλίκη κερδίζει»). Βέβαια, συγκρινόμενη η μέθοδός της με αυτή του μεγάλου Γιώργου Σεφέρη –που πρώτος τεκμηρίωσε τον όρο μαζί με τον Έλιοτ–, διακρίνουμε εδώ ότι κατευθύνεται προς τον ψυχολογικό και ερωτικό τομέα και όχι προς τον ιστορικό ή κοινωνικό και τα «προσωπεία» συχνά ανταποκρίνονται σε διαχρονικές καταστάσεις, με αρκετά αυτοαναφορικά στοιχεία («Ιερή πέτρα», «Η συγνώμη», «Στο βυζαντινό μουσείο»).

    Η ποιήτρια είναι το ποίημα («Τα ποιήματα γερνούν»), πληγώνεται και τεμαχίζεται λυρικά μπροστά μας, χωρίς εκκωφαντικές εξάρσεις, με μια περιγραφή λιτή, απλή, άμεση, μέσα από εικόνες και επενέργειες συναισθηματικής αλληλουχίας, νοηματικής συνάφειας, με συγκεκριμένη δομή και κατεύθυνση, γι' αυτό δεν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε σουρεαλιστική, ακόμα και αν μερικές στιγμές, υπό το κράτος της συναισθηματικής καταβολής, σπάει ο λογικός μίτος. Νόημα, συνέχεια και αίσθηση υπάρχουν, συνήθως με εσκεμμένη ελλειμματικότητα, που αυξάνει την ποιητικότητα και απομακρύνεται από την απλή αποτύπωση. Παρουσιάζονται, βέβαια, και εξαιρέσεις: «Η θυσία» και «Στη στάση», όπου τα υπερρεαλιστικά στοιχεία είναι εμφανή και επικρατούν.
        Συνολικά μπορώ να παρατηρήσω ότι το υπαρξιακό, κυρίως ερωτικό –γιατί αυτή η ανικανοποίητη έλλειψη υπαινίσσεται ένα αδιαμφισβήτητο κενό–, αλλά όχι μόνο («Το είδωλο»), είναι αυτό που κυριαρχεί στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη.

             ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
 απόσπασμα από την κριτική της
ΠΟΛΥΣ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ από το blog ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ ΑΠΟ ΚΕΡΙ  http://waxtablets.blogspot.gr/2012/12/10-2012.html

Για την Χλόη Κουτσουμπέλη:
Όταν γράφει  φεύγει από αυτόν τον κόσμο. Ταξιδεύει  Αλλού και έρχεται με  δώρα από εκεί…
Τι δώρα: 
Περιγράφει σκηνές από όνειρα, αναπλασμένες και αλλιώτικα νοηματοδοτημένες.
Μορφές και πρόσωπα από τους μύθους και η λογοτεχνία,
αρχετυπικές εικόνες ακόμα και σκηνές της καθημερινότητας τις βλέπει πειραγμένες…
και επιστρέφει από το ταξίδι της με τη δωρεά που έλαβε, αλλοπαρμένη
ην έχω δει λίγο μετά τη σύνθεση ενός ποιήματος, να μην έχει ακόμα συνέλθει από την αλλαγή, από το βάρος που αποκτά πάλι το σώμα της όταν προσγειώνεται…
Έχω δει τις ρωγμές του Αλλού στον εδώ κόσμο, επειδή η Χλόη μπαινοβγαίνει εκεί:  καρέκλες σκηνοθέτη να σπάνε, πλήθος από μικροσκοπικά έντομα να πλημμυρίζουν τη σελίδα του γραπτού της – να πηγαίνουν εκεί και πουθενά αλλού στον κήπο του εξοχικού της Ιωάννας στο Πήλιο – και ξέρω ότι πάλι μπήκε και βγήκε στη χώρα του Ποτέ – γνώριμη για αυτήν. Συνομιλεί με τη Γουέντυ σε κάποιο ποίημα… Ξέρει με ποιους μιλά
Σε όλες τις συλλογές που έχει εκδώσει, επιτελείται η διαδικασία εισόδου – εξόδου σε αυτόν τον κόσμο με τα αλλόκοτα πλάσματα που η Χλόη συναντά.
Αυτή η πιο πρόσφατη  που κατά τη γνώμη μου σηματοδοτεί την αποδοχή  της ετερότητας των όντων αυτών, την οριστική  αποδοχή αυτού του άλλου κόσμου, αφού δεν διστάζει να τιτλοφορήσει με το όνομά του τη συλλογή. 
Το Ποτέ Ποτέ, το Αλλού είναι ο Αρχαίος κόσμος. 
Στην γραφή της  δηλαδή υπεισέρχεται μια κοσμολογική πλέον ποιητική σύλληψη… που δεν είναι μόνον όραμα και ψευδαίσθηση αλλά ένας κόσμος που κατοικείται. 
Διαβάζουμε εδώ για  μιαν άλλη γεωγραφία, για μια περιοχή  του Αλλού
Είναι που στον αρχαίο κόσμο βραδυάζει πια νωρίς
Η γη δεν είναι επίπεδη
Και οι άνθρωποι κάποτε χάνονται…
με επιμονή, με εμμονή, από πρόσωπα του μύθου και τις τραγωδίας που παγιδευμένα σε αυτήν την επίπεδη γη, ζουν και ξαναζούν από την αρχή με τον ίδιο τρόπο ή και διαφορετικά τα πάθη και τις περιπέτειές τους, και κάθε φορά η Χλόη αίρει τις αμαρτίες τους, πονά για λογαριασμό τους, διεκδικεί τη φωνή, τα δάκρυα ή τη σιωπή τους…
Ο Θησέας, η Πηνελόπη, η Αντιγόνη, ο Οιδίποδας…
Μίλησα πριν για μια κοσμολογική σύλληψη. Που σημαίνει μια φύση έναν κόσμο. Αλλά πρέπει να το εξηγήσω αυτό. Η φύση στο Αλλού δεν είναι φύση, αφού το Αλλού είναι φτιαγμένο από το υλικό των ονείρων, είναι μια ψυχική ποιότητα…
Γιατί όμως εμφανίζεται σαν ένας κόσμος πλήρης, με την μορφολογία του, το χρόνο του, τους κατοίκους του, τα φαγητά του; Γιατί είναι ο μοναδικός τρόπος που έχουμε να το προσλάβουμε. Γιατί στο Αλλού προβάλλεται το εδώ…Στο Εκεί το Ενθάδε…με όρους υλικούς γίνεται το σκαρίφημα ενός ψυχικού τοπίου. 
Με τον ίδιο τρόπο που ο Ελύτης επιμένει όταν αναφέρεται στις περιγραφές της φύσης στον Παπαδιαμάντη ότι δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος και να παρασυρθούμε όταν τις διαβάζουμε, αυτές τις εξαίσιες περιγραφές, να πιστέψουμε ότι πρόκειται για άσκηση φυσιολατρείας…Για ψυχικές διαθέσεις και ψυχικά τοπία πρόκειται και αυτό είναι που προβάλλεται στο φυσικό τοπίο…
Με τον ιδιο τρόπο, το Αλλού της Χλόης, η Χώρα του Ποτέ, εκεί που αποσύρεται όταν γράφει τα ποιήματα…είναι επιπλωμένος με έπιπλα που πονούν, τον διασχίζουν τρένα αγνώστου προορισμού  που χάνονται στην ομίχλη, οι ποιητές βέβαια ταξιδεύουν με το Όριεντ Εξπρές όταν δεν βάζουν το κεφάλι τους στο φούρνο…
v:shapes="_x0000_i1026">Διαβάζοντας λοιπόν τα ποιήματα – που κατοικούν σε αυτό το σύμπαν και αποκτούν ρυτίδες και γερνούν – μπήκα στον πειρασμό να μελετήσω να χαρτογραφήσω αν θέλετε, τη μορφολογία  αυτού του τοπίου…
v:shapes="_x0000_i1025">

Αυτή η δουλειά, μου θύμισε τους χάρτες του ανθρώπινου μυαλού που περιγράφονται στο βιβλίο του Μπάρυ για τον Πήτερ Παν όπου ο χάρτης γυρίζει και πρέπει να βάλεις εκτός από τις τοποθεσίες και την πρώτη μέρα στο σχολείο, και τους φόνους και τα ανώμαλα ρήματα…Μου θύμισε και το χάρτη της χώρας της τρυφερότητας, από το Κλελί,  μυθιστόρημα της  Μαντάμ ντε Σκυντερύ  (του 17ου αιώνα) όπου χαρτογραφούνται σαν ποτάμια και βουνά τα συναισθήματα, η μοναξιά, και ό, τι συμβαίνει στην πορεία μιας ερωτικής σχέσης…
Ετσι λοιπόν ξεκίνησα κι εγώ αυτό το παιχνίδι…
Όσο προχωρούσα στην χαρτογράφηση, τόσο περισσότερο χανόμουν…το τοπίο ήταν κινούμενη άμμος…διεφεύγον…
μα δεν γινόταν αλλιώς…έτσι θα ήταν; Πού νόμιζα ότι βάδιζα; 
Χρησιμοποίησα όσους ανθρωπολογικούς δείκτες γνώριζα, όσα στοιχεία από τη γεωγραφία για τη μορφολογία του εδάφους μπορούσα να διακρίνω, όσες κοσμολογικές περιγραφές για τη γένεση αυτού του κόσμου μου πρόσφερε ο μύθος και η αφήγηση των ποιημάτων…
Σιγά σιγά καταλάβαινα πως αυτό που ζωγράφιζα ήταν κάτι που δεν νοιαζόταν αν θα φανερωθεί γιατί εκ των προτέρων ήταν άλλο από αυτό που νόμιζα ότι ήταν. Ένα είδωλο τρόπον τινά, μια προβολή κάποιου Άλλου που με άφηνε να το δω γιατί ήξερε πως μπορεί αμέσως να γεμίσει ρυτίδες και ρήγματα και να εξαφανιστεί…


Με δεδομένο λοιπόν το «κρύπτεσθαι φιλείν» του Αλλού της ποιητικής της Χλόης  ξεχώρισα μερικούς άξονες γύρω από τους οποίου οργανώνεται αυτός ο κόσμος και επιχείρησα όχι να αναλύσω αλλά να περιγράψω το πώς δομείται αυτό το Σύμπαν. Δεν πρόκειται δηλαδή για ανατομία και ανάλυση αλλά για χαρτογράφηση…
Και εκεί σταματώ μια και αυτό που επιθυμώ είναι η κατά το δυνατόν επίγνωση και όχι ο κατατεμαχισμός της ανάλυσης…

Και ποιοι είναι αυτοί οι άξονες, οι δείκτες τρόπον τινα: 
Ο πιο βασικός από όλους είναι ο Χρόνος. Ο ρυθμός, οι εποχές, οι επαναλήψεις ο τρόπος που περνά ο χρόνος,  η φθορά, η μνήμη – αφού περνά ο χρόνος, ο τρόπος που μετριέται. 
Δεν υπάρχει κόσμος  έξω από το χρόνο…

Ο άλλος άξονας είναι ο χώρος: ποια είναι η μορφολογία του εδάφους το σχήμα του. 
Πώς είναι οι αποστάσεις και πώς γίνονται οι μετακινήσεις. Πώς συνδέεται κατά  την κίνηση ο χρόνος με το χώρο. Οι συγκοινωνίες. 
Μετά οι κατοικίες, τα κτίρια αυτού του χώρου  η επέμβαση δηλαδή του πολιτισμού και φυσικά η απαραίτητη τροφή. Το τι τρώνε εδώ των συντρόφων του Οδυσσέα  -  η κλασσική ερώτηση όταν έφταναν σε κάθε καινούργιο τόπο- το αντίστοιχο που ρωτάει η Αλίκη στη γάτα της την Κίττυ όταν περνά πίσω από τον Καθρέφτη. Αραγε το γάλα στο καθρεφτόσπιτο να πίνεται εδώ; 
Μετά απαραιτήτως το Ζωολόγιο. Τι ζώα τον κατοικούν. Εξημερωμένα, άγρια; Μυθικά; προΪστορικά;
Και τι φυτά; Ποια είναι τα φυτά τα καρποφόρα, τα καλλωπιστικά αυτού του σύμπαντος;

Και το τελευταίο φυσικά, που  φαίνεται να κλείνει τον κύκλο με το χρόνο είναι ο θάνατος…Ποια είναι η θέση του θανάτου στο Αλλού;

Ανέφερα όλους αυτούς τους άξονες, με έννοιες οικείες από τον κόσμο τον εδώ, τον μπροστά από τον καθρέφτη  για να φτιαχτεί ένα καλούπι που θα μας χρειαστεί 

Ο  χρόνος 

Στον χάρτη του Αλλού ρέει  απαραιτήτως το ποτάμι του Χρόνου. Ο χρόνος -  μνήμη,  διάρκεια,  αναμονή, η μέτρησή του, η φθορά, τα γερατειά, η ιστορία και η αρχή του – η αρχή με την έννοια της κοσμογονίας – της δημιουργίας του κόσμου και τα σύμβολα του χρόνου – ο πατέρας Κρόνος με το δρεπάνι ίσως,  και τα ρολόγια, οι κλεψύδρες, οι κούκοι…
Οι μέρες, οι εποχές…
Αυτό που ξέρουμε για το χρόνο στο Αλλού είναι ότι βραδιάζει νωρίς. Από τον τίτλο. Ότι ρέει αλλιώς…
Και για όλα τα άλλα, υπάρχουν οι απαντήσεις στα ποιήματα…

Οι άδειες μέρες/πάνω σε τσιγγέλια/ κρεμασμένες/ ωμές και ψόφιες/ οι μέρες της ζωής μας/ Ο κρεοπώλης χρόνος/τρίβει τα χέρια με χαρά

Να ποιος είναι ο χρόνος με το δρεπάνι

Ο χρόνος είναι ένα ρευστό που γεμίζει τον κόσμο, μπορεί και να τον αδειάζει…
Δεν είναι δηλαδή η μεταφορά χρόνος ποτάμι που κυλά προς το μέλλον, αλλά ο χρόνος ρευστό που  δεν ρέει αλλά αδειάζει και χύνεται από τα δοχεία που τον περιέχουν: Τις στιγμές, γυάλινα αγγεία που πονούν, τις κλεψύδρες και τις μέρες. Ο χρόνος χύνεται από εκεί, σαν άμμος και κυλά στα σώματα. Οι εποχές κυλούν στο πρόσωπο. Το τώρα κυλά σαν μεταξωτό στο πάτωμα. 
Και αυτό που μένει, το άδειο, είτε είναι οι μέρες που κρέμονται στα τσιγγέλια, είτε είναι σπασμένα ρολόγια κελύφη πάνω στα οποια πατούν οι ποιητές…
Η κατάρρευση της συμβατικής μέτρησης επιβεβαιώνεται με τον κούκο που χτυπά συνεχώς μεσάνυχτα και με την ζωοποιημένη αίσθηση της μνήμης.




Δεν υπάρχουν σχόλια: